- ἑτερόθροος
- ἑτερόθροοςspeaking different tonguesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερόθροος — ἑτερόθροος, οον (Α) 1. ξενόγλωσσος, αλλόγλωσσος 2. εκείνος που ηχεί διαφορετικά από πρώτα 3. (για την ηχώ) αυτός που παράγει κι άλλο ήχο, διπλό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θροος (< θρους «θόρυβος, φήμη»)] … Dictionary of Greek
ἑτερόθροον — ἑτερόθροος speaking different tongues masc/fem acc sg ἑτερόθροος speaking different tongues neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόθροα — ἑτερόθροος speaking different tongues neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)